συσταλτικός

συσταλτικός
-ή, -ό / συσταλτικός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός που επιφέρει συστολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συ-σταλ- τού ρ. συστέλλω (πρβλ. παθ. αόρ. β' συν-ε-στάλ-ην) + κατάλ. -τικός (πρβλ. κατα-σταλ-τικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συσταλτικός — depressing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσταλτικά — συσταλτικός depressing neut nom/voc/acc pl συσταλτικά̱ , συσταλτικός depressing fem nom/voc/acc dual συσταλτικά̱ , συσταλτικός depressing fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσταλτικόν — συσταλτικός depressing masc acc sg συσταλτικός depressing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσταλτικήν — συσταλτικός depressing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγειοσυσταλτικός — ή, ό (Φυσιολ.) λέγεται για αγγειοδραστικές ορμονικές ουσίες που προκαλούν στένωση (συστολή) τών αγγείων, καθώς και για αγγειοκινητικά νεύρα που έχουν ανάλογη δράση στα αγγεία, με τη μεσολάβηση όμως και πάλι αγγειοδραστικών ουσιών. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • εφεκτικός — ή, ό (ΑΜ ἐφεκτικός, ή, όν) [επέχω] 1. επιφυλακτικός, διστακτικός, αυτός που αναβάλλει να κάνει ή να πει κάτι, ο αναποφάσιστος 2. φρ. «εφεκτικοί φιλόσοφοι» αυτοί που φρονούν ότι η γνώση είναι κάτι το ανέφικτο, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι («τῶν δὲ… …   Dictionary of Greek

  • προσσταλτικός — ή, όν, Α [προσστέλλω] αυτός που προκαλεί συστολή, ο συσταλτικός («προσσταλτικὰ τῶν ὄγκων φάρμακα», Αέτ.) …   Dictionary of Greek

  • σταλτικός — ή, ό / σταλτικός, ή, όν, ΝΑ [στάλσις] νεοελλ. στυπτικός («φάρμακα σταλτικα») αρχ. αυτός που μπορεί να περιστέλλει, συσταλτικός …   Dictionary of Greek

  • συσταλτικότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού συσταλτικού, τού να προκαλεί κάτι συστολή 2. φυσιολ. ιδιότητα όλων σχεδόν τών ζωντανών ζωικών ιστών, και ιδιαίτερα τού μυϊκού, να συσπώνται και να αλλάζουν σχήμα υπό την επίδραση κατάλληλου ερεθίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • τονικός — ή, ό / τονικός, ή, όν, ΝΜΑ [τόνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τόνο ή στον τονισμό νεοελλ. 1. τονωτικός («τονικά φάρμακα») 2. το θηλ. ως ουσ. η τονική μουσ. ο βασικός φθόγγος από τον οποίο αρχίζει η σειρά τών οκτώ φθόγγων τής μουσικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”